ρουμελιώτισσα


ρουμελιώτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ρουμελιώτισσα Ρούμελη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρουμελιώτισσα

✦ θηλ. ρουμελιώτισσα ο καταγόμενος από τη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα), ο κάτοικος της Ρούμελης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.