ρινόκερος


ρινόκερος
Προφορά

Ετυμολογία
ρινόκερος μεταγενέστερη ελληνική ῥινόκερως

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρινόκερος

✦ μεγαλόσωμο και παχύδερμο θηλαστικό ζώο των τροπικών χωρών, με ένα ή δύο κέρατα στη μύτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.