ρινοσκόπιο


ρινοσκόπιο
Προφορά

Ετυμολογία
ρινοσκόπιο ρις + σκοπέω-ώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ρινοσκόπιο

✦ όργανο με το οποίο εξετάζονται οι ρινικές κοιλότητες και ο θόλος του ρινοφάρυγγα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.