ριμέικ


ριμέικ
Προφορά

Ετυμολογία
ριμέικ └αγγλ┘remake

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ριμέικ

✦ κινηματογραφική ταινία που αποτελεί νέα παραγωγή, με άλλους ηθοποιούς, σκηνοθέτη κτλ., παλιάς, συν. επιτυχημένης, ταινίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.