ριλάξ


ριλάξ
Προφορά

Ετυμολογία
ριλάξ └γαλλ┘ relax

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ ριλάξ

✦ άνετος, ήρεμος, ξεκούραστος, χαλαρός
✦ (ως ουσ.) ξεκούραση, χαλάρωση
✦ (ειδ.) είδος καθίσματος για μωρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.