ριζώνω


ριζώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ριζώνω αρχαία ελληνική ῥιζόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ριζώνω

✦ κάνω κάτι να βγάλει ρίζες, να ριζοβολήσει
(μτφ. ) θεμελιώνω, στερεώνω: κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση (Οδ. Ελύτης)
✦ (αμτβ.) βγάζω ρίζες, πιάνω
(μτφ. ) εγκαθίσταμαι μόνιμα, στεριώνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.