ριζωματικός


ριζωματικός
Προφορά

Ετυμολογία
ριζωματικός ρίζωμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ ριζωματικός -ή, -ό

✦ που έχει ρίζωμα, που πολλαπλασιάζεται με ριζώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.