ριζοσπαστικός


ριζοσπαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ριζοσπαστικός ριζοσπάστης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ριζοσπαστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τους ριζοσπάστες ή τον ριζοσπαστισμό

Συνώνυμα
επαναστατικός, πρωτοποριακός
Αντίθετα
συντηρητικός
Επιρρήματα
ριζοσπαστικά (Κ ριζοσπαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.