ριζιμιός
Προφορά
Ετυμολογία
ριζιμιός όψιμο μεσαιωνική ελληνική ριζιμίος
Ερμηνεία
ριζιμιός
✦ -ιά, -ιό επίθ. ο ριζωμένος, ακλόνητος στη θέση του: σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι (δημ. τραγ.) – στην πλαγιά, που κυπαρίσσι ριζιμιό, περνάει τ’ ανάστημά της (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–