ριζικός
Προφορά
Ετυμολογία
ριζικός μεταγενέστερη ελληνική ῥιζικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ριζικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη ρίζα, ο της ρίζας
✦ (μτφ. ) βασικός, θεμελιώδης, ουσιώδης: ριζικές αλλαγές στο σύστημα υγείας
✦ (μτφ. ) ολοκληρωτικός, πλήρης: ριζική διαφωνία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ριζικά (Κ ριζικώς)