ριζίτισσα


ριζίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ριζίτισσα ρίζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ριζίτισσα

✦ θηλ. ριζίτισσα αυτός που κατοικεί στα ριζά βουνού και ιδ. ο Κρητικός που κατοικεί στους πρόποδες των Λευκών Ορέων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.