ριζίτιδα


ριζίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
ριζίτιδα ρίζα + κατάλ. -ιτις, -ιτιδος) απόδ. στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου radiculitis

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ριζίτιδα

(ιατρ.) φλεγμονή των ριζών των νωτιαίων νεύρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.