ριγωτός


ριγωτός
Προφορά

Ετυμολογία
ριγωτός ριγώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ριγωτός -ή, -ό

✦ γραμμωτός, χαρακωμένος με ρίγες: ύφασμα ριγωτό – επιφάνεια ριγωτή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.