ριγηλός


ριγηλός
Προφορά

Ετυμολογία
ριγηλός μεταγενέστερη ελληνική ῥιγηλός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ριγηλός -ή, -ό

✦ που κυριεύεται από ρίγος, τρεμουλιάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.