ρητός
Προφορά
Ετυμολογία
ρητός αρχαία ελληνική ῥητός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ρητός -ή, -ό
✦ που έχει λεχθεί, ειπωμένος
✦ ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός
✦ που μπορεί να λεχθεί
✦ ουδ. το ρητό(ν) ως ουσ. (βλ.λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασαφής, αμφιλεγόμενος ,άρρητος
Επιρρήματα
ρητά (Κ ρητώς), απερίφραστα:δήλωσε ρητώς και κατηγορηματικώς