ρητορισμός


ρητορισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ρητορισμός ρήτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρητορισμός

✦ ο χαρακτήρας του ρητορικού, επιδεικτικό, στομφώδες ύφος: συγγραφείς… που δεν ήξεραν να πειθαρχούν την τάση τους προς το ρητορισμό (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.