ρητορικός
Προφορά
Ετυμολογία
ρητορικός αρχαία ελληνική ῥητορικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ρητορικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με το ρήτορα ή τη ρητορεία
✦ (για προφορικό ή γραπτό λόγο) επιδεικτικός, στομφώδης
✦ ρητορική ερώτηση, που περιέχει και την απάντηση ως αυτονόητη: υπάρχει άνθρωπος που δεν είναι θνητός;
✦ θηλ. η ρητορική ως ουσ., η τέχνη της ρητορείας και η διδασκαλία των κανόνων της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ρητορικά (Κ ρητορικώς)