ρητίνωση


ρητίνωση
Προφορά

Ετυμολογία
ρητίνωση αρχαία ελληνική ῥητινόω-ῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρητίνωση

✦ η προσθήκη ρητίνης σε υγρό
✦ ασθένεια των ρητινοφόρων δέντρων κατά την οποία αποβάλλουν υπερβολική ποσότητα ρητίνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.