ρεύμα
Προφορά
Ετυμολογία
ρεύμα αρχαία ελληνική ῥεῦμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρεύμα
✦ κίνηση υγρού, αερίου ή ηλεκτρικής δύναμης προς ορισμένη κατεύθυνση
✦ κίνηση, φύσημα αέρα: όταν ανοίγεις την πόρτα και το παράθυρο, κάνει ρεύμα
✦ κοίτη χειμάρρου, βαθιά αυλάκωση του εδάφους από τη ροή των νερών
✦ (μτφ. ) πλήθος ανθρώπων που κινούνται
✦ (μτφ. ) ομαδική τάση προς κάποια κατεύθυνση ιδεολογική, πολιτική, αισθητική κτλ.
✦ φρ. πάω με το ρεύμα, συμφωνώ με τη γνώμη των πολλών – πάω κόντρα στο ρεύμα, προβαίνω σε ενέργειες ή εκφράζω απόψεις που δεν συμφωνούν με τη γνώμη των πολλών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–