ρεφορμισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ρεφορμισμός └γαλλ┘ réformisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρεφορμισμός
✦ πολιτική τάση που επιδιώκει τη μετάβαση στον σοσιαλισμό με την εφαρμογή οργανικών και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–