ρεφορμίστρια


ρεφορμίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
ρεφορμίστρια └γαλλ┘ réformiste

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρεφορμίστρια

✦ θηλ. ρεφορμίστρια οπαδός του ρεφορμισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.