ρεφερενδάριος
Προφορά
Ετυμολογία
ρεφερενδάριος μεσαιωνική ελληνική ῥεφερενδάριος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρεφερενδάριος
✦ αξιωματούχος που είχε ως έργο να διαβιβάζει στους άρχοντες τα αιτήματα του πατριάρχη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–