ρεφενές


ρεφενές
Προφορά

Ετυμολογία
ρεφενές – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρεφενές

✦ ίση συμμετοχή σε έξοδα, ιδ. για κοινό γεύμα
✦ η αιτιατ. ρεφενέ ως επίρρ., με συνεισφορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.