ρευστός


ρευστός
Προφορά

Ετυμολογία
ρευστός αρχαία ελληνική ῥευστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρευστός -ή, -ό

✦ ο χωρίς σταθερό σχήμα ή όγκο, που μπορεί να ρέει, ο ευρισκόμενος σε υγρή ή αέρια κατάσταση
(μτφ. ) ασταθής
✦ μεταβλητός
✦ ουδ. το ρευστό(ν) ως ουσ., τα χρήματα που βρίσκονται σε κυκλοφορία ή τα μετρητά

Συνώνυμα

Αντίθετα
στερεός ,σταθερός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.