ρευστοποίηση


ρευστοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
ρευστοποίηση ρευστοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρευστοποίηση

✦ μετατροπή στερεού ή αερίου σώματος σε ρευστό
(μτφ. ) μετατροπή κινητής ή ακίνητης περιουσίας σε χρήμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.