ρευματολήπτης


ρευματολήπτης
Προφορά

Ετυμολογία
ρευματολήπτης ρεύμα, -ατος + λήπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρευματολήπτης

✦ εξάρτημα στο άκρο του καλωδίου ηλεκτρικής συσκευής, για τη λήψη ρεύματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.