ρευματοειδής


ρευματοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
ρευματοειδής ρευματικός + είδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρευματοειδής -ής, -ές

✦ που μοιάζει με τους ρευματισμούς: ρευματοειδείς πόνοι
✦ που οφείλεται στους ρευματισμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.