ρευματοβάση
Προφορά
Ετυμολογία
ρευματοβάση ρεύμα + βάση• └διεθν┘rheobase
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρευματοβάση
✦ (φυσιολ.) η ελάχιστη τάση ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο, όταν επιδράσει σε νευρική ή μυϊκή ίνα, προκαλεί τη διέγερσή της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–