ρευματισμός


ρευματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ρευματισμός αρχαία ελληνική ῥευματισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρευματισμός

✦ συνήθ. στον πληθ. ρευματισμοί, γεν. ονομασία νοσημάτων που προσβάλλουν τις αρθρώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.