ρετσινόλαδο
Προφορά
Ετυμολογία
ρετσινόλαδο └ιταλ┘ricino + λάδι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρετσινόλαδο
✦ είδος λαδιού που παράγεται από φυτό των τροπικών χωρών και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό καθώς και στη σαπωνοποιία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–