ρετσινιά


ρετσινιά
Προφορά

Ετυμολογία
ρετσινιά ρετσίνι• η ρετσινιά ήταν, αρχικά, δερμάτινο έμπλαστρο αλειμμένο με ρητίνη που δεν ξεκολλούσε εύκολα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρετσινιά

✦ λεκές από ρετσίνι
(μτφ. ) συκοφαντία που δύσκολα μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, δυσφήμιση: του κόλλησαν τη ρετσινιά ότι προδίδει τους συνεργάτες του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.