ρετουσάρισμα


ρετουσάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
ρετουσάρισμα ρετουσάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ρετουσάρισμα

✦ επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας
✦ (γεν.) επεξεργασία, δεύτερο χέρι: ρετουσάρισμα λογοτεχνικού κειμένου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.