ρεσπέτος


ρεσπέτος
Προφορά

Ετυμολογία
ρεσπέτος └βενετ┘ respeto

Ερμηνεία
επίθετο┘ ρεσπέτος -η, -ο

✦ για εξάρτημα που προορίζεται για να αντικαταστήσει άλλο που έχει φθαρεί ή χαθεί: ρεσπέτο πανί – ρεσπέτος φλόκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.