ρεπό


ρεπό
Προφορά

Ετυμολογία
ρεπό └γαλλ┘ repos

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ρεπό

✦ διακοπή εργασίας για ανάπαυση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.