ρεπλίκα


ρεπλίκα
Προφορά

Ετυμολογία
ρεπλίκα └ιταλ┘replica

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρεπλίκα

✦ αντίγραφο έργου τέχνης φιλοτεχνημένο από τον ίδιο τον καλλιτέχνη του πρωτοτύπου
✦ (κατ’ επέκτ.) ακριβές αντίγραφο, πανομοιότυπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.