ρεπερτόριο
Προφορά
Ετυμολογία
ρεπερτόριο └λατιν┘ repertorium (=ευρετήριο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ρεπερτόριο
✦ το σύνολο των θεατρικών έργων που παρουσιάζει ένας θίασος σε μια χρονική περίοδο, δραματολόγιο: το εφετινό ρεπερτόριο του εθνικού θεάτρου
✦ το σύνολο των ρόλων που υποδύεται, ή των κομματιών που ερμηνεύει, καλλιτέχνης του μουσικού θεάτρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–