ρεοτροπισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ρεοτροπισμός ροή + τρέπω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρεοτροπισμός
✦ (βιολ.) αντίδραση ζώων που κατευθύνεται από τη ροή του νερού: θετικός ρεοτροπισμός (πορεία προς το ρεύμα του νερού)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–