ρεοτροπισμός


ρεοτροπισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ρεοτροπισμός ροή + τρέπω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρεοτροπισμός

(βιολ.) αντίδραση ζώων που κατευθύνεται από τη ροή του νερού: θετικός ρεοτροπισμός (πορεία προς το ρεύμα του νερού)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.