ρεκάζω


ρεκάζω
Προφορά

Ετυμολογία
ρεκάζω αρχαία ελληνική ῥέγκω (= ροχαλίζω)

Ερμηνεία
ρήμα ρεκάζω

✦ βγάζω δυνατή και τραχιά φωνή, σκούζω: και ρέκαξε μια μακριά φωνή οδύνης (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.