ρεζιλεύω


ρεζιλεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ρεζιλεύω ρεζίλι

Ερμηνεία
ρήμα ρεζιλεύω

✦ εξευτελίζω, καταντροπιάζω: ρεζίλεψε τη φαμίλια του – ρεζιλεύτηκε με τα καμώματά της
✦ διαπομπεύω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.