ρεζίλι


ρεζίλι
Προφορά

Ετυμολογία
ρεζίλι └τουρκ┘rezil

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ρεζίλι

✦ γελοιοποίηση ή ντρόπιασμα: φρ. έγινε ρεζίλι, καταντροπιάστηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.