ρεζές


ρεζές
Προφορά

Ετυμολογία
ρεζές └τουρκ┘reze

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρεζές

✦ η στρόφιγγα πόρτας ή παραθύρου: ανοίξαν οι χαλκωματένιες πόρτες βογκώντας απάνω στους χοντρούς ρεζέδες (Κ.Βάρναλης)

Συνώνυμα
μεντεσές
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.