ρεζέρβα


ρεζέρβα
Προφορά

Ετυμολογία
ρεζέρβα └ιταλ┘riserva

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρεζέρβα

✦ καθετί που φυλάγεται για μελλοντική χρήση, απόθεμα
✦ ανταλλακτικό μηχανής και ιδ. τροχός αυτοκινήτου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.