ραχίτιδα


ραχίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
ραχίτιδα μεταγενέστερη ελληνική ῥαχῖτις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ραχίτιδα

(ιατρ.) διαταραχή της ανάπτυξης που εκδηλώνεται κατά την παιδική ιδ. ηλικία με παραμορφώσεις και ατροφία οστών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.