ραχίτιδα
Προφορά
Ετυμολογία
ραχίτιδα μεταγενέστερη ελληνική ῥαχῖτις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ραχίτιδα
✦ (ιατρ.) διαταραχή της ανάπτυξης που εκδηλώνεται κατά την παιδική ιδ. ηλικία με παραμορφώσεις και ατροφία οστών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–