ραμολιμέντο


ραμολιμέντο
Προφορά

Ετυμολογία
ραμολιμέντο └ιταλ┘rammollimento

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ραμολιμέντο

✦ εγκεφαλική μαλάκυνση, γεροντική άνοια
✦ (κ. ως επίθ.) ραμολής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.