ραδιοβολίδα


ραδιοβολίδα
Προφορά

Ετυμολογία
ραδιοβολίδα ράδιο- + βολίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ραδιοβολίδα

✦ (μετεωρ.) αυτόματη συσκευή, αποτελούμενη από όργανα μετρήσεων και ραδιοπομπό που ανυψώνεται με αερόστατο, και μεταδίδει σε σταθμό εδάφους τις ενδείξεις θερμοκρασίας, πιέσεως και υγρασίας της ατμόσφαιρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.