ραβδούχος
Προφορά
Ετυμολογία
ραβδούχος αρχαία ελληνική ῥαβδοῦχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ραβδούχος
✦ στην αρχαία ελληνική Ελλάδα, άρχοντας που κρατούσε ραβδί (αγωνοδίκης, δικαστής, διαιτητής, τηρητής της τάξης σε γιορτές και αγώνες)
✦ στη Ρώμη, υπηρέτης άρχοντα, ραβδοφόρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–