ραβδίο


ραβδίο
Προφορά

Ετυμολογία
ραβδίο αρχαία ελληνική ῥαβδίον, υποκοριστικό του ῥάβδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ραβδίο

✦ μικρή ράβδος, ραβδί
✦ καθετί σε σχήμα μικρής ράβδου: ραβδία χρυσού
✦ (ανατομ.) ραβδία, κυλινδρικά νευρικά στοιχεία του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του οφθαλμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.