ραβί


ραβί
Προφορά

Ετυμολογία
ραβί μεταγενέστερη ελληνική ῥαββί

Ερμηνεία
ραβί

✦ άκλ. ουσ. (Κ ραββί) στους Εβραίους, σοφός ερμηνευτής του μωσαϊκού νόμου, μεγάλος διδάσκαλος
✦ στην Καινή Διαθήκη, προσφώνηση του Ιησού από τους μαθητές του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.