ραΐζω


ραΐζω
Προφορά

Ετυμολογία
ραΐζω μεσαιωνική ελληνική ραγίζω

Ερμηνεία
ραΐζω

✦ κ. ραΐζω ρ. (ρά(γ)-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) (για εύθραυστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου, χωρίς όμως να διαχωριστώ σε κομμάτια, παθαίνω ρωγμή: ράγισε το βάζο – ο μαρμαρένιος τρίτωνας ραγίζει (Απ. Μελαχρινός)
(μτφ. ) σπαράζω, λυπούμαι πολύ: φρ. ράγισε ή ραγίστηκε η καρδιά του
✦ (για φωνή) αλλάζω, ξαφνικά και χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί, σε βάθος, ένταση, δύναμη: ράγισε η φωνή του, όταν ανακοίνωσε τα άσχημα νέα – με ραγισμένη φωνή από τη συγκίνηση διηγήθηκε την περιπέτειά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.