ρίνημα


ρίνημα
Προφορά

Ετυμολογία
ρίνημα αρχαία ελληνική ῥίνημα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ρίνημα

✦ συνήθ. στον πληθ. ρινήματα, μικρές λεπτές φλούδες ξύλου ή ψήγματα μετάλλου που πέφτουν κατά το λιμάρισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.